- πελλάγρα
- Νόσος ενδημικού χαρακτήρα, που στο παρελθόν ήταν πολύ διαδεδομένη στον αγροτικό πληθυσμό, ιδίως σε περιοχές όπου οι κάτοικοι τρέφονται σχεδόν αποκλειστικά με τροφές ανεπαρκείς σε βιταμίνη ΡΡ. Υπεύθυνοι για τη νόσο είναι και παράγοντες που εμποδίζουν την απορρόφηση αυτής της βιταμίνης, όπως το αλκοόλ.
Αρχίζει με προοδευτική αδυναμία, απίσχναση, αναιμία και καμιά φορά μεταβολές της διάθεσης. Αργότερα προστίθενται τα χαρακτηριστικά γαστρεντερικά συμπτώματα (ερυθρή γλώσσα, αφθώδης στοματίτιδα, γαστρική αχυλία, έμετοι και κολίτιδα), νευρικά (παραισθήσεις, αύξηση των τενοντίων αντανακλαστών, συσπάσεις, τρόμος, διαταραχές της ακοής, της όρασης, της γεύσης) καθώς και ψυχικό σύνδρομο (που μπορεί να φτάσει μέχρι ψευδαισθήσεων και παραληρήματος) και τέλος δερματικά (συμμετρικές αλλοιώσεις, που προσβάλλουν τα ακάλυπτα μέρη ή τα υποβαλλόμενα σε τριβή, με χαρακτήρα κατ’ αρχήν ερυθηματώδη, αργότερα σχηματίζονται φυσσαλίδες και η κατάληξη είναι ατροφία ή υπερκεράτωση του δέρματος). Παροξύνσεις της νόσου παρατηρούνται κατά την άνοιξη.
Η θεραπευτική αγωγή βασίζεται στη χορήγηση μεγάλων δόσεων βιταμίνης PP και καλή διατροφή που πρέπει να είναι ιδιαίτερα πλούσια σε βιταμίνες.
* * *ηβλ. πελάγρα.
Dictionary of Greek. 2013.